κατακλινῇ — κατακλῐνῇ , κατακλίνω lay down aor subj pass 3rd sg κατακλῐνῇ , κατακλίνω lay down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνῃ — κατακλί̱νῃ , κατακλίνω lay down aor subj mid 2nd sg κατακλί̱νῃ , κατακλίνω lay down aor subj act 3rd sg κατακλί̱νῃ , κατακλίνω lay down pres subj mp 2nd sg κατακλί̱νῃ , κατακλίνω lay down pres ind mp 2nd sg κατακλί̱νῃ , κατακλίνω lay down pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek
κατακλινής — ές (Α κατακλινής, ές) [κατακλίνω] αυτός που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», Πολ.) αρχ. 1. μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο ανάκλιντρο 2. κατηφορικός 3. απόκρημνος … Dictionary of Greek